a DIMITRI ATHANITIS film / YANNIS STANKOGLOU / KORA KARVOUNI / EVA STYLANDER / MENELAOS HAZARAKIS / NIKOLITSA DRIZI / COSTAS XIKOMINOS cinematography YANNIS FOTOU / art director STELLA KALTSOU / editor STAMATIS MAGOULAS / sound MICHALIS SARIMANOLIS, LEFTERIS DOUROS / music PAPERCUT / CHRISTOS BENETSIS / VIRGINIA TABARAPOULOU / MICHALIS KALIOTSOS / COSTAS COURTARAS / writers DIMITRI ATHANITIS, YORGOS MAKRIS / producers DIMITRI ATHANITIS, PANOS PAPADOPOULOS / DNA FILMS, PROSENGHISI LTD, GREEK FILM CENTRE / director DIMITRI ATHANITIS

5.07.2017

Αθανίτης: «Θέλετε να περάσετε αόρατοι; Ντυθείτε εργάτες»

Θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος, έναν αόρατο άνθρωπο να μιλάει, να ερωτεύεται, να διεκδικεί; Κανείς. Ούτε καν στα σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Μόνο ως φάρσα, ίσως… 




Ο Άρης (Γιάννης Στάνκογλου), ο πρωταγωνιστής της νέας ταινίας του Δ. Αθανίτη «Invisible», είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Αόρατος. Κι αυτό που τον κάνει αόρατο δεν είναι η κρίση.. Είναι όλη του ζωή. Ο τρόπος που έχει μάθει να κινείται ανάμεσα στο μεροκάματο και την εξαιρετικά απομονωμένη, έως άρρωστη, ιδιωτεία του, ο τρόπος που ζει και αναπνέει μέσα στο προσωπικό κοινωνικό του σκοτάδι… Κι «αυτούς στο σκοτάδι δεν τους βλέπει κανείς», έγραφε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Η κρίση και η απόλυση από τη δουλειά του μπαίνει στο κάδρο, για να αποκτήσει υπόσταση η ζωή του. Κι αυτό που τον κάνει σιγά – σιγά να γίνεται ορατός, είναι ο θυμός του. Ένας θυμός που παλινδρομεί ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα. Μια ψευδαίσθηση που μετουσιώνεται συνεχώς και ανεξέλεγκτα σε πραγματικότητα… και το αντίστροφο. Μια πραγματικότητα στην οποία παραμένει πάντα αόρατος, για να καταλήξει, τραγικά, σε μια ορατή απουσία.
Όλα συμβαίνουν στο μυαλό του. Και το μυαλό του είναι ολόκληρο στρατευμένο στην εκδίκηση.
Δεν είναι όμως μόνο αυτός αόρατος. Αόρατοι είναι και όσοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ορίζουν το πλαίσιο αναφοράς της προσωπικής του ζωής. Πιο πολύ απ’ όλους ο γιος του…


Μια ταινία δυνατή, τίμια, γεμάτη ανθρωπιά, χαρτογραφεί το κινούμενο έδαφος κάτω από τα πόδια μιας ολόκληρης κοινωνίας, η οποία ανακαλύπτει, ξαφνικά, ότι δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο.
Πόσο αόρατοι είμαστε;
Αν πιστέψουμε τον Αλέκο Φλαμπουράρη, Υπουργό Επικρατείας της κυβέρνησης Τσίπρα, πολύ. «Πλέον δεν βλέπεις άνθρωπο, άνδρα, γυναίκα, παιδί, να ψάχνει μέσα στα σκουπίδια για το φαγητό του […].Ο,τι ώρα κι αν βγαίνω. Από το πρωί είμαι στον δρόμο. Πλέον δεν βλέπεις αυτό που είχε επεκταθεί τρομακτικά την περίοδο του 2014», είπε τον προηγούμενο Γενάρη στον Γιώργο Αυτιά.
Ο Δημήτρης Αθανίτης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε σινεμά και αρχιτεκτονική. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η πρώτη ταινία του «Αντίο Βερολίνο» (1994) κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τον νεωτερισμό του, ενώ η δεύτερη ταινία του «Καμιά Συμπάθεια Για Τον Διάβολο» (1997) ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Αλέξανδρο και κέρδισε το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας με τη Λένα Κιτσοπούλου. Η ταινία του «2000+1 Στιγμές» (2001) επιλέχτηκε από τον αυστραλό κριτικό Bill Mousoulis ανάμεσα στις 10 καλύτερες ταινίες στον κόσμο για το 2001 στο Senses of Cinema, ενώ η προηγούμενη ταινία του, «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» (2012) κέρδισε 4 διεθνή βραβεία και άλλες τόσες υποψηφιότητες της Ακαδημίας.


Με την ευκαιρία της προβολής της ταινίας «Invisible» την προηγούμενη εβδομάδα στο Αγρινίο, συναντηθήκαμε με τον κ. Αθανίτη στο φουαγιέ του Δημοτικού Κινηματογράφου «Άνεσις» και μιλήσαμε όχι μόνο για τον «αόρατο» άνθρωπο, αλλά και για τη δουλειά του κινηματογραφιστή.
Αόρατοι άνθρωποι, κ. Αθανίτη· είναι αποτέλεσμα της κρίσης ή μήπως γενικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του πολιτισμού μας;
Όχι, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της κρίσης, είναι κάτι ευρύτερο. Θα μπορούσα να πω ένα ωραίο στιγμιότυπο από τη ζωή ενός αγαπημένου μου σκηνοθέτη, του Μπουνιουέλ, ο οποίος μαζί με τον Νταλί και τον Λόρκα, τους συμφοιτητές του στο Παρίσι, τριγυρνούσαν μεταμφιεσμένοι για να προκαλέσουν, αλλά και να «διαβάσουν» τις αντιδράσεις όσων συναντούσαν. Από όλο αυτό το παιχνίδι ο Μπουνιουέλ, είχε καταλήξει σε μια τραγική για τον πολιτισμό μας διαπίστωση. «Θέλετε να περάσετε αόρατοι», έλεγε, «ντυθείτε εργάτες».
Αυτή η μικρή μα τόσο περιγραφική ιστορία, θεωρώ, ότι τα λέει όλα.
Με αφορμή όμως αυτή την ερώτησή σας, θέλω να υπογραμμίσω, ότι η επιλογή της αγγλικής λέξης INVISIBLE, για τον τίτλο της ταινίας, έγινε για να προσδώσει στην έννοια του αόρατου μια πιο αποστασιοποιημένη διάσταση. Το σύνολο αναφοράς της, δεν είναι μόνο ο ήρωας ή ο γιός του, είναι πολύ μεγαλύτερο. Σηματοδοτεί έναν ολόκληρο κόσμο, μια κατάσταση τραγική, έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής και τις σχέσεις που αυτός δημιουργεί, συντηρεί και αναπαράγει.
Πολλά πράγματα στην εποχή μας μοιάζουν να είναι αόρατα. Για τους περισσότερους μάλιστα, η έξοδος, η λύση με άλλα λόγια των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, που στοιχειώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο πρωταγωνιστής της ταινίας δεν είναι κάτι που διαφαίνεται στον πολιτικό ορίζοντα. Η ταινία πραγματεύεται μια λύση ορατή; Και το ρωτάω αυτό για όσους από τους αναγνώστες δεν έχουν δει ακόμα την ταινία.
Όχι, η ταινία δεν πραγματεύεται μια τέτοια λύση. Ποτέ δεν θα μου πέρναγε από το μυαλό κάτι τέτοιο. Είναι εξαιρετικά πολύπλοκα τα πράγματα για να επιχειρήσει κάτι τέτοιο μια ταινία. Όμως αυτό που σίγουρα υποστηρίζει η ταινία, είναι η ενεργητική στάση. Ο ήρωας δηλαδή, παρ’ όλο που είναι πολύ χαμηλά στην κοινωνική και ταξική πυραμίδα, σχεδόν χαμένος, αποφασίζει να αντιδράσει. Θεωρεί ότι υφίσταται κάτι απόλυτα άδικο, κάτι παράλογο και αντιδρά με τις μικρές δυνάμεις του και με τον περιορισμένο σίγουρα τρόπο που λειτουργεί ο ίδιος. Για μένα όμως αυτό, είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό και πάρα πολύ αισιόδοξο. Ίσως το μήνυμα της ταινίας, όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Τι θα λέγατε σε έναν αναγνώστη αυτής της συνέντευξης, όχι σαν σκηνοθέτης, αλλά σαν θεατής της ταινίας σας, έτσι ώστε να τον παρακινήσετε να πάει να την δει;
Από τη μια, η ταινία αυτή, πέρα από το θεματολογία που πραγματεύεται, προσφέρει ένα ισχυρό κινηματογραφικό ταξίδι, είναι μια δυνατή κινηματογραφική εμπειρία. Εκεί θεωρώ ότι βρίσκεται η δύναμή της, καθώς και ο λόγος, για τον οποίο κάνει μια σημαντική καριέρα και εκτός Ελλάδας. Θεωρώ ότι το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό. Από την άλλη, ο μύθος της περιγράφει τη θέση ενός ανθρώπου μέσα στη σύγχρονη κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, στην τραγικότητα της οποίας, από στιγμή σε στιγμή, μπορούμε να βρεθούμε όλοι μας, αν δεν είμαστε ήδη εκεί.
κ. Αθανίτη, έχετε κάνει μέχρι σήμερα επτά ταινίες. Είστε μέλος της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου  και ο παραγωγός των ταινιών σας. Πόσο «επώδυνο» και δύσκολο είναι στις μέρες μας το επάγγελμα του κινηματογραφιστή, ιδιαίτερα μέσα στην οικονομική κρίση;
Είναι δύσκολα…Είναι πολύ δύσκολο, γιατί κάνεις μία δουλειά, η οποία ενορχηστρώνει σε πάρα πολλά επίπεδα, πάρα πολλούς δημιουργούς. Αυτή όμως είναι και η γοητεία του κινηματογράφου. Είναι μια τέχνη πολυσυλλεκτική και πολυεπίπεδη, στην οποία συνυπάρχουν περισσότερες από μία τέχνες. Ο κινηματογράφος έχει μέσα του θέατρο, έχει μυθιστόρημα, έχει μουσική, έχει ζωγραφική, έχει χορό, μα πάνω από όλα έχει τους δικούς του κανόνες. Αυτό εκ των πραγμάτων κάνει τη δουλειά εξαιρετικά δύσκολη και απαιτητική. Όταν κάνεις όμως κάτι, με το οποίο είσαι ερωτευμένος, περνάς υπέροχα.
Η δουλειά και η ευθύνη του παραγωγού, ακόμα και με την προϋπόθεση της ύπαρξης των βοηθών, πόσο υπερφορτώνει τον δημιουργό με άγχος για την επιτυχία του αποτελέσματος;
Το βάρος και το άγχος είναι σίγουρα μεγάλο. Η σύμβαση αυτή όμως σου παρέχει και ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Σου δίνεται η ελευθέρια, να κάνεις αυτό που θέλεις, με τα μέσα και τις λύσεις, που μπορείς να βρεις, την ώρα που τα  θέλεις, με τον τρόπο που τα θέλεις. Το γεγονός αυτό, προσωπικά και για παράδειγμα, μου έχει δώσει τη δυνατότητα, να έχω γυρίσει μέχρι σήμερα επτά ταινίες, την ίδια στιγμή που κάτω από άλλες συνθήκες, θα είχα κάνει τις μισές. Έχει σημασία, θα με ρωτήσεις. Στην πραγματικότητα θα ήθελα να είχα κάνει δεκατέσσερις.
Δεν είναι όμως, κάτι τόσο πρωτότυπο όσο νομίζουμε.
Για να κάνει το «Psycho» ο Χίτσκοκ, ένας τόσο πετυχημένος σκηνοθέτης, αναγκάστηκε να το κάνει δική του παραγωγή. Γιατί; Γιατί πολύ απλά οι παραγωγοί του, είχαν ήδη την επόμενη ταινία, που θα έκανε. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει σπάνια. Ακόμα και σήμερα αρκετοί διάσημοι σκηνοθέτες και πολύ πετυχημένοι μάλιστα, όπως ο Luc Besson (Λικ Μπεσόν), είναι και σκηνοθέτες και παραγωγοί των ταινιών τους. Αυτή η συνύπαρξη απελευθερώνει κάποιες δυνατότητες. Η αλήθεια είναι, ότι σκλαβώνει κάποιες άλλες. Προσωπικά όμως, κάνοντας ταινίες, οι οποίες είναι low budget, έχω βρει ένα modus vivendi, έναν τρόπο που με διευκολύνει.



 Οι συνεργάτες σας, το «συνεργείο» που λέμε, είναι μια ομάδα ανθρώπων με την οποία δουλεύετε καιρό μαζί ή σε κάθε ταινία αναζητάτε καινούριους;
Όχι. Προσπαθώ να διατηρώ συνεργασίες, γιατί το κεφάλαιο ουσιαστικά στην παραγωγή μιας ταινίας είναι οι άνθρωποι. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις τους κατάλληλους συνεργάτες. Για το λόγο αυτό, συνεργασίες που μπορούν και λειτουργούν, προσπαθώ να τις κρατώ. Ακόμα και με ηθοποιούς.
Συνήθως θέλω να έχω ηθοποιούς από την προηγούμενη ταινία και στην επόμενη, αρκεί βέβαια αυτό, να μπορεί να λειτουργήσει στην αλλαγή της δυναμικής των σεναριακών απαιτήσεων.
Και μιας και είμαστε στο Αγρίνιο, να πω, ότι θα ήθελα πάρα πολύ να είχα και σε αυτή την ταινία την Λουκία Πιστιόλα, που ήταν και στην προηγούμενη. Ήταν μία υπέροχη συνεργασία, αλλά οι δυναμικές του σεναρίου δεν το επέτρεψαν.
Αρκετοί υποστηρίζουν, ότι ο σκηνοθέτης μιας ταινίας, σε σύγκριση με τους δημιουργούς άλλων τεχνών, έχει την ευχή και την κατάρα, να βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται το έργο του. Όταν δηλαδή, γράφει το σενάριο, στο μυαλό του έχει το γύρισμα. Όταν γυρίζει τα πλάνα, στη σκέψη του είναι στο μοντάζ και όταν μοντάρει, βρίσκεται νοερά στην προβολή. Όταν βρίσκεται ως θεατής στην αίθουσα της προβολής και κοιτάζει το αποτέλεσμα της δουλειάς του, ποιο είναι το επόμενο στάδιο;
Ήταν πολύ εύστοχο, όπως το είπες. Όντως έτσι είναι. Θα το πάω όμως, ακόμα παραπέρα.
Επειδή στις ταινίες μου ασχολούμαι ακόμα και με την τελευταία λεπτομέρεια, από τον πιο μικρό ρόλο μέχρι και τον πιο χαμηλό ήχο που θα ακουστεί σε μία πόρτα, οι μουσικές, οι χώροι, ό,τι ακούει και βλέπει ο θεατής στη τελική κόπια, υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό από το γράψιμο. Παρ’ όλα αυτά η κατασκευή της είναι μια ζωντανή διαδικασία. Οι σχέσεις με τους ανθρώπους και τους χώρους είναι πάντα ενεργές, φέρνουν μαζί τους καινούργιες ιδέες, γεννιούνται καταστάσεις, που εξελίσσουν τα δεδομένα και τα ζητούμενα. Το απρόοπτο άλλωστε, όπως και στη ζωή, υπάρχει πάντα εν δυνάμει και στον κινηματογράφο. Βέβαια η άποψή μου και η ματιά μου είναι total.
Το σινεμά, ως τέχνη, με ενδιαφέρει, γιατί ανασυνθέτει την καθημερινότητα μέσα από μια προσωπική οπτική. Είναι όμως μια ζωντανή διαδικασία και μόνο όταν τελειώσει η ταινία σταματούν τα πράγματα να εξελίσσονται.
Πάντως, για να να κλείσει ο ρυθμός της εναλλαγής των σταδίων της ερώτησής σου, να πω, πως όταν προβάλλεται η ταινία, εγώ είμαι έξω.




http://redlineagrinio.gr/personalities/30272-thelete-perasete-aoratoi-ntytheite-ergates

No comments:

Post a Comment